γλυκομίλημα

γλυκομίλημα
το , γλυκομίλησιά η
1) нежная беседа; 2) см. γλυκόλογο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γλυκομίλημα" в других словарях:

  • γλυκομίλημα — το 1. ευχάριστη συζήτηση, ευπροσηγορία 2. ευχάριστος λόγος 3. ερωτικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • γλυκομίλημα — το λόγος που εκφράζει τρυφερότητα ή έρωτα: Είναι τρελά ερωτευμένοι και δε σταματούν τα γλυκομιλήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηδυλογία — η (Α ἡδυλογία) [ηδυλόγος] 1. το να μιλάει κάποιος γλυκά, ευχάριστα, η ευχάριστη ομιλία, το γλυκομίλημα 2. κολακεία, γαλιφιά αρχ. πληθ. αἱ ήδυλογίαι αστεϊσμοί …   Dictionary of Greek

  • καλόπιασμα — το [καλοπιάνω] 1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία 2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»